κασωτός

Revision as of 00:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, (κασῆς) thick, ἐσθῆτες, opp. στρεπταί, Diog.Oen.10.

Greek Monolingual

κασωτός, -ή, -όν (Α)
(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, κετσές
(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. καστρωτός, ραβδωτός)].