κραῦρα

Revision as of 02:24, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, (κραῦρος) fever, a disease in swine and cattle, Suid., Phot., prob. in GDI5001 (Gortyn).

Greek (Liddell-Scott)

κραῦρα: ἡ, (κραῦρος) πυρετός, χοιραδική τις νόσος τῶν χοίρων καὶ κτηνῶν, Σουΐδ., Φώτ.· οὕτω κραῦρος (ἀδήλου γένους) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 23· ― ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα κραυράω, ― ὅ ἐστιν ἐν τοῖς ἀνθρώποις πυρετός, τοῦτό ἐστιν ἐν τοῖς βουσὶ τὸ κραυρᾶν αὐτόθι· ἐπὶ χοίρων, αὐτόθι 8. 21, 2· ― ὡσαύτως, νόσος μελισσῶν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κραῡρα, ἡ (Α)
βλ. κραύρος.