λάκημα
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, fragment broken off, PLeid.V.6.22; ὄρους cleft, Zos.Alch.p.186 B.; dub. sens. in Sammelb.4425 xi 24 (ii A. D.), BGU34 ii 3 (iii A. D.).
Greek Monolingual
το (AM λάκημα) λακώ
νεοελλ.
1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή
2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλεια
αρχ.
1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο
2. φρ. «ὄρους λάκημα» — ρήγμα όρους, φαράγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λακίς και πιθ. με τη λ. λάσκω].