λυχνῖτις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, candlewick, Verbascum mallophorum, the leaves of which served as lampwicks, Plin.HN25.121, BGU485.10 (ii A. D.); = φλομίς, Dsc.4.103.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνῖτις: ῐδος, ἡ, φυτόν τι, τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἐχρησίμευον ὡς θρυαλλίδες τῶν λύχνων, Πλίν. 25, 74· φλομὶς λ. ἐν Διοσκ. 4. 104.
Greek Monolingual
λυχνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. το φυτό βαλλωτή
2. το φυτό φλομίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμενίτις, τοξίτις)].