μεγαλόκολπος

Revision as of 03:48, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, full-bosomed, Νύξ B.Fr.23 (leg. μελανό-).

German (Pape)

[Seite 106] mit großem Busen, Νύξ, Bacchyl. bei Schol. Ap. Rh. 3, 467, man vermuthet μελάγκολπος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέγαν κόλπον ἢ μεγάλας καὶ βαθείας πτυχὰς (ἐν τῷ ἱματίῳ), Νυκτὸς μεγαλοκόλπου Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 [40] Βlass, ἔνθα ἕτεροι μελανοκ-, ἢ μελαγκ-.

Greek Monolingual

μεγαλόκολπος, -ον (Α)
αυτός του οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κόλπος (πρβλ. βαθύκολπος, ευρύκολπος)].