μελανοδέρματος

Revision as of 03:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, black-skinned, Id.HA517a14.

German (Pape)

[Seite 119] mit schwarzem Felle, Arist. H. A. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοδέρματος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 2.

Greek Monolingual

μελανοδέρματος, -ον (Α)
βλ. μελανόδερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δέρμα, -ατος (πρβλ. λευκο-δέρματος)].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνοδέρμᾰτος: с черной кожей или шкурой (ζῷα Arst.).