μεταπήγνυμι

Revision as of 04:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

transfer to another place, in Med., πρὸς τὰ δένδρα τὴν καλιάν transfer its nest to the trees instead, D.Chr.72.14.

German (Pape)

[Seite 152] (s. πήγνυμι), auf einer andern Stelle befestigen, im med., τὴν καλιάν, sich das Nest auf einem andern Baume machen, Dio Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπήγνυμι: πήγνυμι, κτίζω εἰς ἕτερον μέρος· - μέσ., μεταπήγνυσθαι τὴν καλιάν, κτίζειν αὐτὴν εἰς ἄλλο μέρος, Δίων Χρ. 2. 387.

Greek Monolingual

μεταπήγνυμι (Α)
ιδρύω ή στήνω σε κάποιο άλλο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πήγνυμι «στήνω, στερεώνω»].