μουσάριον
English (LSJ)
τό, name of an eye-salve, Alex. Trall.2.
German (Pape)
[Seite 210] τό, eine Augensalbe, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
μουσάριον: τό, ἀλοιφή τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 129.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
collyre.
Étymologie: μοῦσα.
Greek Monolingual
(I)
μουσάριον, τὸ (Α) μούσα (Ι)]
ονομασία ενός είδους κολλυρίου.
(II)
μουσάριον και μουσάρον, τὸ (Μ)
μωσαϊκό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουσεῖον «μωσαϊκό έργο» + υποκορ. κατάλ. -άριον]].