νεκροθήκη

Revision as of 05:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, coffin or urn, E.Fr.472.17 (anap.); place for a coffin or urn, prob. in Rev.Bibl.39.532 (pl., Palmyra, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 237] ἡ, Todtenbehältniß, Sarg, Urne, Eur. bei Porphyr. de abstin. 4, 19.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροθήκη: ἡ, θήκη νεκροῦ, τάφος, ἢ νεκροδόχον ἀγγεῖον, Εὐρ. Ἀποσπ. 475. 17.

Greek Monolingual

η (Α νεκροθήκη)
νεοελλ.
1. θήκη για εναπόθεση νεκρών, σαρκοφάγος
2. θήκη για εναπόθεση οστών, οστεοθήκη, λειψανοθήκη
3. φέρετρο
αρχ.
υδρία, αγγείο όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών νεκρών, τεφροδόχος κάλπη.

Russian (Dvoretsky)

νεκροθήκη:гроб или погребальная урна Eur.