νεότροφος
English (LSJ)
ον, = νεοτρεφής, A.Ag.724 (lyr.), Cratin.326.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
νεότροφος: ον = νεοτρεφής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 724, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 158.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouveau-né (propr. nourri depuis peu).
Étymologie: νέος, τρέφω.
Greek Monolingual
νεότροφος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νεοτρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
νεότροφος: Aesch. = νεοτρεφής.