ἐναλήθης

Revision as of 06:28, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ες, plausible, likely, true, accordant with truth, Longin.15.8. Adv. ἐναλήθως = probably, plausibly, Luc.VH1.2.

German (Pape)

[Seite 826] ες, in Wahrheit, wahr, Longin. 15, 8. – Adv. ἐναλήθως, wahrscheinlich, Luc. V. H. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰλήθης: -ες, σύμφωνος πρὸς τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἔμπρακτον καὶ ἐνάληθες Λογγῖνος π. Ὕψ. 15. 8. - Ἐπίρρ. -θως, πιθανῶς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
vraisemblable, vrai.
Étymologie: ἐν, ἀληθής.

Spanish (DGE)

-ες
1 verosímil λόγος D.H.Imit.5.1
subst. τὸ ἐνάληθες verosimilitud Longin.15.8.
2 adv. ἐναλήθως = verosímilmente Luc.VH 1.2
en verdad Sch.Clem.Al.Paed.91.23.

Greek Monolingual

-άληθες (AM ἐναλήθης, ἐνάληθες)
Ι. αληθοφανής, πιθανός.

Greek Monotonic

ἐνᾰλήθης: -ες, αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με την αλήθεια· επίρρ., ἐναλήθως, πιθανώς, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐν-ᾰλήθης, ες adj
in accordance with truth: adv. ἐναλήθως, probably, Luc.