ἐξαναβρύω

Revision as of 06:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

causal of foreg., τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι (Pauw for ἐξαμβρόσαι) cause happiness to spring forth from the earth, A.Eu.925 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 867] nur ἐξαμβρῦσαι Aesch. Eum. 885, hervorquellen lassen, hervorlocken.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναβρύω: κάμνω νὰ ἀναβρύσῃ τι ἔκ τινος, ᾇτ’ ἐγὼ κατεύχομαι... ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι φαιδρὸν ἁλίου σέλας, διὸ ἐγὼ κατεύχομαι τὸ φαιδρὸν σέλας τοῦ ἡλίου νὰ κάμῃ τὴν γῆν ν’ ἀναβρύσῃ ἐν ἀφθονίᾳ ἀγαθὰ χρήσιμα εἰς τὸν βίον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 925· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἐξαμβρόσαι, ὅπερ οὐδὲν δηλοῖ. Ὁ Scholefield εἰκάζει ἐξαμβράσαι, ὁ Δινδόρφιος προτείνει ἐξαμβρόξαι (ἴδε *βρόχω).

French (Bailly abrégé)

inf. ao. poét. ἐξαμβρῦσαι;
faire jaillir.
Étymologie: ἐξ, ἀναβρύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐξαμβρ- A.Eu.925
hacer brotar, hacer florecer τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.H.6.73.

Greek Monolingual

ἐξαναβρύω (AM)
κάνω κάτι να αναβρύσει, να εκπηγάσει, να χυθεί προς τα έξω.

Greek Monotonic

ἐξαναβρύω: αναβλύζω ή προκαλώ κάτι να αναβλύσει μέσα από κάτι άλλο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναβρύω: заставлять бить ключом: τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι Aesch. заставлять землю производить всяческие блага.

Middle Liddell


to gush or cause to gush forth, Aesch.