ἐπανακλίνω

Revision as of 07:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῑ], make to lie down, τινά Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Sm.Ca.2.5; incline one valve of the heart towards the other, Hp. Cord.10.

German (Pape)

[Seite 900] zurück- u. daranlehnen, niederlegen lassen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανακλίνω: κατακλίνω τινὰ ἐπάνω εἴς τι, περιτείνων σινδόνιον ἐπανάκλινε αὐτὸν Ἱππ. 403. 13.

Greek Monolingual

ἐπανακλίνω (Α)
1. κατακλίνω κάποιον, τον ξαπλώνω πάνω σε κάτι
2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα της καρδιάς προς την άλλη
3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα.