ἐρεβώδης

Revision as of 08:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ες, dark as Erebos, θάλασσα Lyr.Adesp.132 (=Trag.Adesp.377), cf. Apollod.1.1.2, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.

German (Pape)

[Seite 1023] ες, erebusartig, dunkel, θάλασσα, p. bei Plut. superst. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεβώδης: -ες, σκοτεινὸς ὡς τὸ Ἔρεβος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 169C, 475F.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
ténébreux ou sombre comme l’Érèbe.
Étymologie: ἔρεβος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) έρεβος
αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος
νεοελλ.
μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός.

Russian (Dvoretsky)

ἐρεβώδης: мрачный как Эреб (θάλασσα Plut.).