ἑρμασμός
English (LSJ)
ὁ, supporting, Id.Fract.29.
German (Pape)
[Seite 1032] ὁ, das Stützen, Feststellen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμασμός: ὁ, ὑποστήριγμα (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἱππ. π. Ἀγμ. 770.
Greek Monolingual
ἑρμασμός, ὁ (Α) ερμάζω
υποστήριγμα, υποστήριξη.