ἀγριόφωνος
English (LSJ)
ον, with rough voice or tongue, like βαρβαρόφωνος, Od.8.294; Δᾶτις App.Anth.3.74.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν, ἤτοι τραχεῖαν φωνὴν ἢ γλῶσσαν· ὡς τὸ βαρβαρόφωνος, Ὀδ. Θ. 294.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix sauvage, au langage barbare.
Étymologie: ἄγριος, φωνή.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
de lengua áspera e.d. no griega ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους Od.8.294, Δᾶτις Eust.Pind.26.25.
Greek Monotonic
ἀγριόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά φωνή, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγριόφωνος: говорящий на грубом языке (Σίντιες Hom.).