rude
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
English > Greek (Woodhouse)
adjective
not worked up: use P. οὐκ ἀπειργασμένος; see rough.
cheap, worthless: P. and V. φαῦλος.
untaught: P. and V. ἄμουσος, ἀμαθής, σκαιός, Ar. and P. ἀπαίδευτος, ἀγροῖκος, φορτικός.
barbarous: P. and V. βάρβαρος.
unskilful: P. and V. ἄπειρος, V. ἄκομψος.
be rude, v.: P. ἀγροικίζεσθαι (Plato).