ἀλλόφρων

Revision as of 09:47, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, thinking differently, Man.4.563.

German (Pape)

[Seite 107] ον, anders denkend, Maneth. 4, 563.

Spanish (DGE)

-ονος veleidoso Man.4.563.

Greek Monolingual

(-ονος), -ον (Α ἀλλόφρων)
νεοελλ.
αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος
αρχ.
αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων», πρβλ. και ἀλλο-φάσσω), χωρίς να αποκλείεται η σύνδεση του με τη λ. ἄλλος. Το β΄ συνθετικό -φρων < φρήν.
ΠΑΡ. αλλοφρονώ, αλλοφροσύνη.