αλλοφρονώ

From LSJ

Greek Monolingual

(Α ἀλλοφρονῶ, -έω) ἀλλόφρων
κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ
αρχ.
1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι
2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος
3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου.