ἀμφιποτάομαι

Revision as of 10:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

fly round and round, of a bird, ἀμφεποτᾶτο Il. 2.315, cf. Sapph.Supp.14.4, Q.S.5.12.

German (Pape)

[Seite 142] umflattern, ἀμφεποτᾶτο τέκνα, die Jungen, Il. 2, 315.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιποτάομαι: ἀποθ., περιίπταμαι, ἐπὶ πτηνοῦ, ἀμφεποτᾶτο Ἰλ. Β. 315.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. 3ᵉ sg. ἀμφεποτᾶτο;
voltiger autour.
Étymologie: ἀμφί, ποτάομαι.

English (Autenrieth)

flutter about, only ipf., ἀμφεποτᾶτο τέκνα, Il. 2.315†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. ind. lesb. ἀμφιπόταται Sapph.22.12]
revolotear en torno a de aves μήτηρ δ' ἀμφιποτᾶτο ... φίλα τέκνα Il.2.315, del deseo πόθος ... ἀμφιπόταται τὰν κάλαν Sapph.l.c.
abs. ἐν τῷ (ἀέρι) ... ὄρνιθες ... ἀμφεποτῶντο Q.S.5.12.

Greek Monolingual

ἀμφιποτάομαι (Α)
(για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ποτάομαι «πετώ»].

Greek Monotonic

ἀμφιποτάομαι: αποθ., πετώ τριγύρω, περιίπταμαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιποτάομαι: (о птице) порхать или носиться вокруг, кружиться Hom.

Middle Liddell

Dep. to fly round and round, Il.