ἀμφικρύπτω

Revision as of 10:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρύπτω: περικαλύπτωκρύπτω πανταχόθεν, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: ἀμφί, κρύπτω.

Spanish (DGE)

ocultar, cubrir totalmente τοῖον ... νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Greek Monolingual

ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρύπτω.

Greek Monotonic

ἀμφικρύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω ή κρύβω σε κάθε πλευρά, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει, σε Ευρ.

Middle Liddell


to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.