ἀνεσταλμένως

Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀναστέλλω, tucked up, gloss on ἐπιστολάδην, Sch.Hes.Sc.287.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεσταλμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀναστέλλω· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου ὅπως ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν ἐπιστολάδην: ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, ὥστε σημαίνει ἀνεζωσμένως.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἀναστέλλω con la ropa arremangada glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.Sc.287G.