ἀντιβιάζομαι
English (LSJ)
use force against, AP12.183 (Strat.): abs., Ph.1.295,al.:—Pass., ῥώμη-βιασθέντες κραταιοτέρᾳ 2.423.
German (Pape)
[Seite 250] dagegen Gewalt brauchen, Strat. 25 (XII, 183); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβιάζομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαι βίαν ἐναντίον βίας, Ἀνθ. Π. 12, 183, πρβλ. Φίλωνα 2. 423.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
hacer fuerza en contra c. dat. λάβροισιν χείλεσι ... ἀντιβιαζόμενος AP 12.183 (Strat.)
•abs., Ph.1.295
•en v. pas. ῥώμῃ ... ἀντιβιασθέντες κραταιοτέρᾳ Ph.2.423.
Greek Monotonic
ἀντιβιάζομαι: αποθ., μεταχειρίζομαι βία έναντι σε, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβιάζομαι: отражать силу силой, сопротивляться Anth.