ἀποβλάστημα

Revision as of 10:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, shoot, Thphr. CP1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ Pl.Smp.208b.

German (Pape)

[Seite 297] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλάστημα: -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pousse, rejeton.
Étymologie: ἀποβλαστάνω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
brote de una planta, Thphr.CP 1.20.1
fig. τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo Pl.Smp.208b
en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.

Greek Monolingual

το (Α ἀποβλάστημα)
νεοελλ.
1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα
2. κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες
αρχ.
1. βλαστάρι, βλαστός
2. γόνος, τέκνο.

Greek Monotonic

ἀποβλάστημα: -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβλάστημα: ατος τό отпрыск, побег Plat.

Middle Liddell

[from ἀποβλαστάνω
a shoot, scion, Plat.