ἀποβλαστάνω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
shoot forth from, spring from, ἀπέβλαστον ματρὸς ὠδῖνος S.OC533, cf. Plu.2.954c, Hierocl. in CA17p.459M., Iamb. Myst.3.20.
Spanish (DGE)
1 intr. nacer, brotar, surgir gener. c. gen. ματρὸς ... ἀπέβλαστον ὠδῖνος S.OC 533, ἐξ οὗ ἀποβλαστάνει δύο κακά Hierocl.in CA 17.10, πάντα ... ἀπὸ θείας αἰτίας ἀποβλαστάνει Iambl.Myst.3.20, abs. Plu.2.954c
•en anat. de una vena ramificarse en πυκνῇσι καὶ λεπτῇσι ... φλεψί Hp.Oss.12.
2 tr. hacer salir ῥίζα σιδήρου πατρῴων ... (σε) ἀνεβλάστησε καρήνων Colluth.182.
German (Pape)
[Seite 297] (s. βλαστάνω), hervorsprossen, τινός, aus, ὠδῖνος ματρός Soph. O. C. 538; Plut. de prim. frig. 20.
French (Bailly abrégé)
germer hors de, sortir de, gén..
Étymologie: ἀπό, βλαστάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβλαστάνω: досл. произрастать, перен. происходить (τινός Soph., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλαστάνω: μελλ. -βλαστήσω, βλαστάνω ἀπό τινος, ματρὸς κοινᾶς ἀπέβλαστον ὠδῖνος, ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς αὐτῆς μητρὸς ἐξ ἧς καὶ ἐγώ, Σοφ. Ο. Κ. 533. πρβλ. Πλούτ. 2. 954C.
Greek Monolingual
ἀποβλαστάνω (Α)
βλαστάνω, γεννιέμαι («ἀπέβλαστον ματρὸς ὠδῖνος,»).
Greek Monotonic
ἀποβλαστάνω: αόρ. βʹ -έβλαστον, βλασταίνω, φυτρώνω, εκπηγάζω από, με γεν., σε Σοφ.