ἁδρομερής

Revision as of 10:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, of coarse, large grains, opp. λεπτομερής, D.S.5.26, Gal.8.336 (Sup.); coarse, of wine, Dsc.5.6: Comp. ἁδρομερέστεροι, ὄγκοι Ph.1.493. Adv. άδρομερῶς = wholesale, summarily, Herasap.Gal.13.1045.

German (Pape)

[Seite 37] ές, aus festen Theilen bestehend (Gegensatz λεπτομερής) Plut. def. orac. 32; D. Sic. 5, 26; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρομερής: -ές, ὁ ἐξ ἁδρῶν, μεγάλων μερῶν συνιστάμενος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ λεπτομερής, Διόδ. 5.26: - τραχύς, αὐστηρός, ἐπὶ οἴνου, αὐτ. 10. -Ἐπίρρ. -ῶς, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ές
I 1espeso, denso τῶν ψηφίδων ἁ. κονιορτός D.S.5.26, de bebidas y alimentos ἁδρομερέστερα καὶ σκληρότερα Gal.8.336, ὄγκοι ἁδρομερέστεροι masas de mayor volumen Ph.1.493, fig. ἁδρομερῆ τῆς ἐθικῆς εἴδη Eudor.Acad. en Stob.3.7.2.
2 esp. del vino grueso, agrio Dsc.5.6, fig. ἁ. διὰ τῆς ἀκοῆς λόγος una palabra como vino agrio para los oídos Nil. en Procop.Gaz.M.87.1641D.
II adv. άδρομερῶς
1 de manera densa κόψας τὰ ὀφείλοντα κοπῆναι ἁ. Gal.13.1045.
2 resumidamente, en suma Chrys.M.60.17.

Russian (Dvoretsky)

ἁδρομερής: состоящий из густо расположенных частей, т. е. густой (τῶν ψηφίδων κονιορτός Diod.; ἁ. καὶ πολυσώματος Plut.).