πολυσώματος

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσώμᾰτος Medium diacritics: πολυσώματος Low diacritics: πολυσώματος Capitals: ΠΟΛΥΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polysṓmatos Transliteration B: polysōmatos Transliteration C: polysomatos Beta Code: polusw/matos

English (LSJ)

πολυσώματον, with many bodies, γίγαντες D.S.1.26, cf. Plu.2.427b, Poll.2.235; composed of many corpuscules, πῦρ Placit.3.3.4 (Comp.), cf. Gal.19.482 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 674] vielleibig; Plut. def. or. 32; D. Sic. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs corps.
Étymologie: πολύς, σῶμα.

Russian (Dvoretsky)

πολυσώμᾰτος:
1 состоящий из многих тел (τὸ δωδεκάεδρον Plut.);
2 досл. полнотелый, полный, перен. плотный, мощный (πῦρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ σώματα, Πλούτ. 2. 427Β, Πολυδ. Β΄, 235· ― ὁ ἔχων πολύ, ἤγουν μέγα σῶμα, πολύσαρκος, Διόδ. 1. 26.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, δυνατός, μυώδης («οἱ δ' οὖν Αἰγύπτιοι μυθολογοῦσι κατὰ τὴν Ἴσιδος ἡλικίαν γεγονέναι τινὰς πολυσωμάτους», Διόδ.)
2. (για τη φωτιά) αυτός που απαρτίζεται από πολλά σωματίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σώματος (< σώμα, -ατος), πρβλ. απαλοσώματος].