το (ΑM κοπροδοχεῖον)1. μέρος, λάκκος στον οποίο ρίχνονται κόπρανα, βόθρος2. δοχείο, αγγείο για τα περιττώματα3. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δοχεῖον < δέχομαι)].