ταραξίας

Revision as of 10:39, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, ὁ, = ταράκτης, Suid.

German (Pape)

[Seite 1070] ὁ, = ταράκτης, Suid. v. Σεβῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰραξίας: -ου, ὁ, ταράκτης, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
άτομο που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή, ο ταραχοποιός
νεοελλ.
συνεκδ. άτομο που κάνει αταξίες, φασαρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάραξις + επίθημα -ίας (πρβλ. έγκληματ-ίας)].