ἡμερούσιος

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

α, ον, daily, Gloss. Adv. -σίως PSI4.287.12 (iv A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1166] täglich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερούσιος: ία, ιον, = ἡμερήσιος. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἡμερούσιος, -ία, -ιον (AM)
ημερήσιος, καθημερινός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμερούσιον
ημερήσια πληρωμή, μεροκάματο
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμερούσιον
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + κατάλ. -ούσιος κατά το επιούσιος].