ἰσχυροπράγμων

Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, doing mighty deeds, Paul.Al.O.1; gloss on ὀβριμοεργός, Sch.D Il.5.403.

German (Pape)

[Seite 1273] ονος, starke, muthige Thaten verrichtend, Erkl. von ὀβριμοεργός, Schol. Il. 5, 403.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχυροπράγμων: -ον, ὁ ἰσχυρά, μεγάλα ἔργα πράττων, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ ὀβριμοεργός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 403, Παῦλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. 53, 8.

Greek Monolingual

ἰσχυροπράγμων -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλοπράγμων, πολυπράγμων].