ἱστοτριβής

Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v. ἰσοτριβής.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοτρῐβής: -ές, ὁ περὶ τὸν ἱστὸν (πλοίου) τριβόμενος, σελμάτων ἱστοτριβής Αἰσχύλ. Ἀγ. 1442, ἔνθα ὁ Pauw διώρθωσεν ἰσοτριβὴς καὶ ἡ διόρθωσις αὐτοῦ ἐγένετο δεκτή.

Greek Monolingual

ἱστοτριβής, -ές (Α)
αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικοτριβής, ωμοτριβής].

Russian (Dvoretsky)

ἱστοτρῐβής: (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - v.l. ἰσοτριβής).