ὑποφαύσκω

Revision as of 11:09, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

begin to shine, ὑποφαύσκοντος at daybreak, Arist.Pr. 888b27; ὑποφαυσκούσης ἕω v.l. ib.938a32; cf. ὑποφώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφαύσκω: ἀρχίζω νὰ φέγγω. ὑποφαύσκοντος (δηλαδ. τοῦ ἡλίου) Ἀριστ. Προβλ. 8. 17, 1· πρβλ. ὑποφώσκω.

Greek Monolingual

Α
ὑποφώσκω, αρχίζω να φέγγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φαύσκω «φωτίζω, φανερώνω»].

Russian (Dvoretsky)

ὑποφαύσκω: брезжить, рассветать: ὑποφαύσκοντος Arst. на рассвете.