χάρεια

Revision as of 19:24, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=χαρία και χάρεια Α<br /><i>(κατά τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «βουνός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

χαρία και χάρεια Α
(κατά τον Ησύχ.) «βουνός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μία ΙΕ ρίζα gher- «προεξέχω, διαπρέπω» και συνδέεται με τους τ. χοιράς «μικρός βράχος που προεξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας, σκόπελος» και χάρμη με σημ. «αιχμή του δόρατος, επιδορατίδα»].