επιδορατίδα

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπιδορατίς)
η αιχμή του δόρατος
νεοελλ.
ναυτ. το επιστήλιο του προβόλου, κόντρα μπαστούνι
αρχ.
1. ο καυλός, το κοντάρι του δόρατος
2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος του δόρατος με την οποία το έμπηγαν στο χώμα τις ώρες της ανάπαυσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. δορατ- (δόρυ, -ατός) + κατάλ. -ίς].