ἀναφαλαντίασις

Revision as of 14:50, 2 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

εως, ἡ, forehead-baldness, Arist.HA518a28.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, Kahlköpfigkeit des Vorderkopfes, neben φαλακρότης Arist. H. A. 3, 11, ἡ κατὰ τὰς ὀφρύας λειότης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφᾰλαντίασις: -εως, ἡ, τὸ ἔχειν φαλακρὸν τὸ ὑπὲρ τὸ μέτωπον μέρος τῆς κεφαλῆς, «ἡ μὲν οὖν κατὰ κορυφὴν λειότης φαλακρότης καλεῖται, ἡ δὲ κατὰ τὰς ὀφρῦς ἀναφαλαντίασις» Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 8.

Greek Monolingual

ἀναφαλαντίασις, η (Α) αναφαλαντίας
1. έναρξη φαλακρότητας
2. απώλεια των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια κ.λπ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀναφᾰλαντίασις: εως ἡ лысина на лбу Arst.