κῠᾰνοχίτων with dark-blue tunic ]ον κυανοχίτων[ (Π̆{S}: -κίτων Π.) Δ. 3. 5.
κυανοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο-χίτων, τοξο-χίτων)].