παραπειράομαι

Revision as of 11:47, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

English (LSJ)

make trial of one, so as to ascertain his will, π. Διός, εἰPi.O.8.3.

German (Pape)

[Seite 493] einen leichten Versuch machen, Διός, Pind. Ol. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

παραπειράομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀποθ., ἀποπειρῶμαι, δοκιμάζω τινὰ ὅπως βεβαιωθῶ περὶ τοῦ θελήματος αὐτοῦ, π. Διός, εἰ .. Πινδ. Ο. 8. 4.

English (Slater)

παραπειράομαι make test of c. gen., Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.3)

Russian (Dvoretsky)

παραπειράομαι: подвергать испытанию, испытывать (Διὸς ἀργικεραύνου Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πειράομαι ondervragen, met gen.