παραπειράομαι

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπειράομαι Medium diacritics: παραπειράομαι Low diacritics: παραπειράομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: parapeiráomai Transliteration B: parapeiraomai Transliteration C: parapeiraomai Beta Code: parapeira/omai

English (LSJ)

make trial of one, so as to ascertain his will, π. Διός, εἰ… Pi.O.8.3.

German (Pape)

[Seite 493] einen leichten Versuch machen, Διός, Pind. Ol. 8, 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πειράομαι ondervragen, met gen.

Russian (Dvoretsky)

παραπειράομαι: подвергать испытанию, испытывать (Διὸς ἀργικεραύνου Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

παραπειράομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀποθ., ἀποπειρῶμαι, δοκιμάζω τινὰ ὅπως βεβαιωθῶ περὶ τοῦ θελήματος αὐτοῦ, π. Διός, εἰ .. Πινδ. Ο. 8. 4.

English (Slater)

παραπειράομαι make test of c. gen., Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.3)