διαπέρχομαι

Revision as of 10:00, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

slip away one by one, of soldiers deserting, D.49.14, 50.

German (Pape)

[Seite 595] (s. ἔρχομαι), zwischen-, durch-, davongehen, desertiren, von Soldaten, Dem. 49, 14. 50.

Greek (Liddell-Scott)

διαπέρχομαι: ἀποθ., διαφεύγω (-ομεν ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον), περὶ στρατιωτῶν ἀποδιδρασκόντων, Δημ. 1188. 23, 1199. 7.

French (Bailly abrégé)

déserter l'un après l'autre.
Étymologie: διά, ἀπέρχομαι.

Spanish (DGE)

escaparse, huir en diferentes direcciones οἱ στρατιῶται D.49.14, 50.

Greek Monolingual

διαπέρχομαι (Α)
φεύγω μετά από κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

διαπέρχομαι: αποθ., διαφεύγω ο ένας μετά τον άλλο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διαπέρχομαι: разбегаться, дезертировать Dem.

Middle Liddell


Dep. to slip away one by one, Dem.