Ἑλλησποντίας

Revision as of 11:05, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

Ion. Ἑλλησποντίης (sc. ἄνεμος), ου, ὁ, wind blowing from the Hellespont, i.e. from the NE., Hdt.7.188;= καικίας, Arist.Mete.364b19, cf.Pr.946b33, Thphr. Vent.62.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλλησποντίᾱς: Ἰων. -ίης (ἐνν. ἄνεμος), ἄνεμος πνέων ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου, δηλ. βορειοανατολικός, Ἡρόδ. 7. 188· ταὐτόσημος τῷ καικίᾳ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20· πρβλ. ὡσαύτως Ἀριστ. Προβλ. 26. 56, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 62.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. ἄνεμος;
vent qui souffle de l'Hellespont, càd du NE.
Étymologie: Ἑλλήσποντος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): -ίης Hdt.7.188
viento del Helesponto procedente del noreste, que trae frío, Arist.Pr.946b33, Ps.Eudox.Ars 21.7, otro n. del Ἀπηλιώτης en el Proconeso y en diversos lugares al sur del Helesponto, Hdt.l.c., Arist.Vent.973a22, en Sicilia, identif. c. el viento Καικίας Arist.Mete.364b19, pero dif. de él, Thphr.Vent.62.

Greek Monotonic

Ἑλλησποντίᾱς: Ιων. -ίης (ενν. ἄνεμος), άνεμος που πνέει, που φυσά από τον Ελλήσποντο, δηλ. από Βορειο-Ανατολικά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Ἑλλησποντίας: ион. Ἑλλησποντίης, ου ὁ (sc. ἄνεμος) ветер с Геллеспонта (северо-восточный) Arst.

Middle Liddell

[sc. ἄνεμος
a wind blowing from the Hellespont, i. e. from the N. E., Hdt. [from Ἑλλήσποντος