ὑπέρθυρον

Revision as of 08:02, 8 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, = ὑπερθύριον (lintel, lintel of a door or lintel of a gate).

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υπέρθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + υπερθύριον (< θύρα), πρβλ. παρα-θύρι(ον)].

Greek Monotonic

ὑπερθύριον: [ῠ], τό (θύρα), πρέκι (οριζόντιο ξύλο ή πέτρα στην κορυφή παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. superliminare, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρθῠρον: τό верхний дверной брус, притолока Her., Arst., Plut.