πρέκι
Greek Monolingual
το, Ν
1. οριζόντιο δοκάρι οικοδομής το οποίο τοποθετείται πάνω από άνοιγμα σε έναν τοίχο και συνήθως στο επάνω μέρος θύρας ή παραθύρου για την υποστήριξη της υπερκείμενης τοιχοποιίας
2. φρ. «μού άλλαξε τα πρέκια» — μέ ταλαιπώρησε πολύ, μού άλλαξε τα φώτα.
Translations
Breton: gourin; Bulgarian: трегер; Catalan: llinda; Chinese Mandarin: 過梁, 过梁, 橫楣子, 横楣子, 闌頭, 阑头, 門斗, 门斗, 門楣, 门楣; Czech: překlad; Dutch: latei; Estonian: sillus; Finnish: kamana; French: linteau; Galician: lumieira, lintel; German: Sturz; Greek: υπέρθυρο, ανώφλι, πρέκι; Ancient Greek: ὑπέρθυρον, ὑπερθύριον; Hungarian: szemöldökfa; Icelandic: dyratré, ofdyri; Italian: piattabanda; Japanese: 鴨居; Kazakh: маңдайша; Maori: taupoki, kōrupe, kārupe; Norwegian: dekkstein, dekning, overdekning, overligger over, vindusbjelke; Polish: nadproże; Portuguese: lintel; Romanian: buiandrug, lintou; Russian: притолока; Serbo-Croatian: greda, nadvratnik; Spanish: lintel, dintel; Swedish: dörrbalk, fönsterbalk, överstycke, dörrträ; Welsh: capan, lintel, gwarddrws