θύρη

Revision as of 10:22, 8 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

θύρηθι, Ion. and Ep. for θύρα, θύραθι.

Greek (Liddell-Scott)

θύρη: θύρηθε, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ θύρα, θύραθεν.

French (Bailly abrégé)

ion. c. θύρα.

English (Autenrieth)

door, gate, folding-doors, entrance, Od. 13.370 ; ἐπὶ θύρῃσι, ‘at the court’ (cf. ‘Sublime Porte,’ of the Sultan, and Xenophon's βασιλέως θύραι).

Greek Monolingual

(I)
θύρη, ἡ (Α)
ιων. και επικ. τ. του θύρα.
(II)
θύρη, τὰ (Μ)
η πύλη, τα δύο θυρόφυλλα της πύλης του αγίου βήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θύρα με μεταβολή γένους].

Greek Monotonic

θύρη: θύρηθε, Ιων. και Επικ. αντί θύρα, θύραθεν.

Russian (Dvoretsky)

θύρη: ион.-эп. = θύρα.