ἐπιπρεσβεύομαι

Revision as of 07:35, 9 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")

English (LSJ)

A go as ambassador, D.H.2.47. II. send an embassy, πρός τινα Id.6.56; τινί Plu.Sert.27,Ant.68. 2. send a second embassy, App.Gall.18.

German (Pape)

[Seite 972] med., als Gesandter wohin gehen, D. Hal. 2, 47 u. a. Sp. – Auch eine Gesandtschaft an Jemand schicken, πρός τινα, D. Hal. 6, 56; Plut. Sertor. 27, oft; wieder eine Gesandtschaft schicken, Ann. B. Gall. 18. – Poll. 8, 137 führt neben ἐπιπρεσβεύσασθαι auch ἐπιπρεσβεῦσαι an.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρεσβεύομαι: ἀπέρχομαί που ὡς πρεσβευτής, ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. ἀποστέλλω πρεσβείαν, πρός τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) ἀποστέλλω καὶ ἄλλην πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18.

French (Bailly abrégé)

envoyer une ambassade.
Étymologie: ἐπί, πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ἐπιπρεσβεύομαι (Α) πρεσβεύομαι
1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)
2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾶς», Διον. Αλ.)
3. στέλνω νέα πρεσβεία.

Greek Monotonic

ἐπιπρεσβεύομαι: αποθ., στέλνω αντιπροσώπους, αποστέλλω πρέσβεις, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπρεσβεύομαι: снаряжать посольство, отправлять послов (τινι Plut.).

Middle Liddell

Dep. to send an embassy, Plut.