ἐπιτωθάζω

Revision as of 08:35, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

English (LSJ)

mock, jest, Pl.Ax.364c, Hp.Ep.17; mock at, jeer, τινα, τινι, App.BC2.67, 5.125, cf. Hieronym.Hist.7; τοῖς γινομένοις Men. Rh.p.420S.

German (Pape)

[Seite 998] verspotten, verlachen; πρᾴως Plat. Ax. 364 c; häufiger bei Sp.; τὸ γεγονός Ath. XIII, 604 c; αὐτὸν ἐς φιλαρχίαν, wegen, App. B. C. 2, 67; – auch τινί, worüber, ib. 5. 125.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτωθάζω: μέλλ. -άσω, ἐπισκώπτω, ἀστειεύομαι, Πλάτ. Ἀξίοχ. 364C· ἐμπαίζω, περιγελῶ, τινὰ καὶ τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 67., 5. 125˙ τὸ γεγονὸς Ἀθήν. 604 Ε, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

se moquer de, railler.
Étymologie: ἐπί, τωθάζω.

Greek Monolingual

ἐπιτωθάζω (Α)
1. αστειεύομαι, σκώπτω, χαριεντίζομαι («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον καὶ (πράως) ἐπιτωθάζων», Πλάτ.)
2. περιγελώ, χλευάζω, περιπαίζω («ἐπιτωθάζων τὸ γεγονός», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τωθάζω «κοροϊδεύω»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτωθάζω: насмехаться или посмеиваться Plat.