δαφοινήεις

Revision as of 10:37, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

εσσα, εν, later form of sq., Nonn.D.1.425.

Spanish (DGE)

(δᾰφοινήεις) -εσσα, -εν
1 rojo como la sangre χαλινός Nonn.D.15.184, cf. 20.107, δ. πρόσωπον rostro inyectado en sangre de Tifeo, Nonn.D.1.425
de donde sangriento, ensangrentado ὀδούς del dragón que mató Cadmo, Nonn.D.4.361, cf. 37.518, θηροκτόνος ἅρπη Nonn.D.47.541, cf. 22.371, ὄνειρος Nonn.D.44.48.
2 sanguinario, sediento de sangre, causante de muerte ἡγεμονῆες Nonn.D.26.100, fig. κυδοιμός Nonn.D.14.355.

German (Pape)

[Seite 525] εσσα, εν, = folgdm, Nonn. D. 1, 425 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰφοινήεις: εσσα, εν, μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 425· πρβλ. φοινήεις.

Greek Monolingual

δαφοινήεις, -εσσα, -εν (Α)
ο δαφοινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δα- + φοινήεις «κόκκινος», παράλληλος τ. του φοινός «κόκκινος»].