φοινήεις
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
φοινήεσσα, φοινήεν, (φοινός) blood-red, deep red, δράκων Il.12.202; αἷμα Mosch.2.58: bloody, ἀσπίς Nic.Th.158.
German (Pape)
[Seite 1295] ήεσσα, ῆεν, blutroth, hochroth, δράκων, Il. 12, 202. 220. – Bei sp. D. mit Blut gefärbt, blutig, schrecklich, μύωψ Coluth. 43.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
rouge de sang, d'un rouge sombre.
Étymologie: φοινός.
Russian (Dvoretsky)
φοινήεις: ήεσσα, ῆεν кроваво-красный или окровавленный (δράκων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινήεις: εσσα, εν, (φοινὸς) ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, κατακόκκινος, φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον, «φοινήεις δράκων ἢ ὁ μέλας ἢ ὁ φόνῳ ἤγουν αἵματι βεβαμμένος, ἢ ὁ φόνιος» (Εὐστ.), Ἰλ. Μ. 202, 220· αἷμα Μόσχ. 2. 58· αἱματόεις, αἱματηρός, ἀσπὶς Νικ. Θηρ. 158· ― πρβλ. δαφοινός.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (φόνος): bloodred, δράκων, Il. 12.202 and 220.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
1. κόκκινος σαν το αίμα, πορφυρός, κατακόκκινος
2. ματωμένος («φοινήεσσα ἀσπίς», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του επιθ. φοινός «κόκκινος» με κατάλ. –ήεις (βλ. λ. -όεις)].
Greek Monotonic
φοινήεις: -εσσα, -εν (φοινός), ερυθρός όπως το αίμα, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.