διατείχισμα

Revision as of 11:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, A place walled off and fortified, Th.3.34; cross-wall, Id.7.60. 2 wall between two places, SIG421.46 (Thermon, iii B.C.), Plb.8.34.9: metaph., wall of partition, Luc. DMeretr.11.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 muro transversal frec. en fortificaciones defensivas Th.7.60, IG 22.463.53, 121, 1672.24 (ambas IV a.C.), 11(2).163A.44 (Delos III a.C.), Plb.8.34.9, 16.31.5, SEG 11.1107.22 (Estínfalo II a.C.), τὸ Σεμιράμιδος δ. Str.2.1.26, cf. 17.3.18, ἀπὸ θαλάττης εἰς θάλατταν D.S.16.12, cf. 14.86, τοῖς αὐτοφυέσι τῶν τόπων ἐρύμασι προσβαλὼν χαρακώματα καὶ διατειχίσματα añadiendo a las defensas naturales del lugar empalizadas y muros Plu.Cat.Ma.13, cf. Cam.25, App.Pun.123, Luc.VH 1.20, δ. ὃ τὴν νῆσον δίχῃ τέμνει D.C.76.12.1, κατὰ τοῦτον ... τὸν ἰσθμὸν ... ἐδείμαντο δ. Procop.Aed.4.10.5, para limitar tierras IG 92(1).3.B.4, 5 (Termo III a.C.), Plu.Aem.5, en el templo de Jerusalén, I.BI 5.199.
2 lugar cerrado o defendido mediante un muro, ciudadela Th.3.34.
3 fig. barrera ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ δ., περιβάλλωμεν δὲ ἀλλήλους que se levante ya la barrera, abracémonos unos a otros Luc.DMeretr.11.4, cf. Symp.33.

German (Pape)

[Seite 606] τό, Zwischenmauer, -schanze, die zwei Orte trennt; Thuc. 3, 34. 7, 60; Pol. 8, 36, 9 u. öfter; übertr., wie unser Scheidewand, Luc. D. Meretr. 11, 4.

Greek (Liddell-Scott)

διατείχισμα: τό, τόπος διὰ τείχους ἀποκεχωρισμένος καὶ ὠχυρωμένος, Θουκ. 3. 34, 7. 36. 2) τεῖχος μεταξὺ δύο μερῶν, τόπων. Πολύβ. 8. 36, 9· μεταφ., τεῖχος διαιρῶν, διάφραγμα, μεσότοιχον, Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 11. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lieu fortifié (litt. coupé du pays d'alentour par un mur).
Étymologie: διατειχίζω.

Greek Monolingual

το (AM διατείχισμα)
τοίχος που διαχωρίζει δύο χώρους
νεοελλ.
1. εγκάρσιος τοίχος σε τάφρους για να συγκρατεί τα νερά της βροχής
αρχ.
1. οχυρωμένος τόπος
2. μέσο διαχωρισμού.

Greek Monotonic

διατείχισμα: -ατος, τό, τείχος, οχύρωμα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διατείχισμα: ατος τό
1) обнесенная (защищенная) стеной часть города, цитадель Thuc.;
2) разгораживающая стена Polyb., Plut.;
3) перен. средостение, перегородка, преграда (ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ δ. Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατείχισμα -ατος, τό [διατειχίζω] dwarsmuur. (door een muur) versterkte plaats; overdr.: ἀφῃρήσθω μὲν ἤδη τὸ διατείχισμα, περιβάλλωμεν δὲ ἀλλήλους nu moet de barrière verdwijnen: laten wij elkaar omhelzen Luc. 80.11.4.

Middle Liddell

[from διατειχίζω n
a place walled off and fortified, Thuc.