γλάφυ
English (LSJ)
Spanish (DGE)
(γλάφῠ) τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
caverna, gruta Hes.Op.533, Hsch., Eust.178.33.
• Etimología: v. γλαφυρός.
Greek (Liddell-Scott)
γλάφῠ: [ᾰ], τό, (γλάφω) κοιλότης, ὀπή, σπήλαιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
γλάφῠ: (ᾰ) τό пещера Hes.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλάφυ -εως, τό [~ γλαφυρός hol, spelonk, grot. Hes. Op. 533.